φων-ή

  • 1φων — Υποκειμενική μονάδα μέτρησης της έντασης των ακουστικών αισθημάτων. Γίνεται δεκτό συμβατικά ότι ένας ήχος ή θόρυβος προκαλεί αίσθηση στάθμης ενός φ., όταν η αίσθηση αυτή είναι ίση με εκείνη που προκαλεί ένας καθαρός ήχος 1.000 Hz, ηχητικής… …

    Dictionary of Greek

  • 2τυφῶν — τῡφῶν , Τυφώς Typhoëus masc gen pl (attic epic ionic) τύφη reed mace fem gen pl τῡφῶν , τυφόω delude pres part act masc voc sg (doric aeolic) τῡφῶν , τυφόω delude pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τῡφῶν , τυφόω delude pres part …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3διφῶν — δῑφῶν , διφάω search after pres part act masc voc sg δῑφῶν , διφάω search after pres part act neut nom/voc/acc sg δῑφῶν , διφάω search after pres part act masc nom sg (attic epic ionic) δῑφῶν , διφάω search after pres part act masc nom sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τύφων — τύ̱φων , τύφω raise a smoke pres part act masc nom sg τύ̱φων , τῦφος frigidae febres masc gen pl τύ̱φων , τυφόω delude imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τύ̱φων , τυφόω delude imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ἐρεβοδιφῶν — ἐρεβοδῑφῶν , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres part act masc voc sg ἐρεβοδῑφῶν , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres part act neut nom/voc/acc sg ἐρεβοδῑφῶν , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres part act masc nom sg (attic epic ionic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …

    Dictionary of Greek

  • 7κυφῶν — κῡφῶν , κῦφος hump neut gen pl (attic epic doric) κῡφῶν , κυφός bent forwards fem gen pl κῡφῶν , κυφός bent forwards masc/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 8Калька — (франц. calque копия ) Слово, лексическое значение или фразеологизм, возникшие путем буквального перевода иноязычной языковой единицы. Словообразовательная калька поморфемный перевод иноязычного слова (благ() звуч ие ← греч. εὐ φων ία: εὐ хороший …

    Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • 9Словообразовательная калька — поморфемный перевод иноязычного слова (благ() звуч ие ← греч. εὐ φων ία: εὐ хороший , φων голос, звук , ία суффикс абстрактного существительного; за кон(ый) ← нем. gesetz mäss ig: Gezetz закон , Mass мера …

    Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • 10αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… …

    Dictionary of Greek