θέρος

  • 21Liste griechischer Phrasen/Omega — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι …

    Deutsch Wikipedia

  • 22Wanderer, kommst du nach Sparta — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. 2 Ὦ γάμοι, γάμοι …

    Deutsch Wikipedia

  • 23жнет где не сеял, собирает где не расточал — Ср. Вишь, что старый хрен затеял: Хочет жать там, где не сеял: Полно, лаком больно стал. Ершов. Конек Горбунок. Ср. Der eine fängt den Hasen, der andere isst ihn. Ср. Uno se la fa, e l altro se la gode. Pasqualigo. 3, 18. Ср. Один сеет, другой… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 24Жнет где не сеял — Жнетъ гдѣ не сѣялъ, собираетъ гдѣ не расточалъ. Ср. Вишь, что старый хрѣнъ затѣялъ: Хочетъ жать тамъ, гдѣ не сѣялъ: Полно, лакомъ больно сталъ. Ершовъ. Конекъ Горбунокъ. Ср. Der eine fängt den Hasen, der andere isst ihn. Ср. Uno se la fa, e… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 25θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 26θερίτροπος — θερίτροπος, ον (Μ) (για το ηλιοστάσιο) αυτός που τρέπεται κατά το θέρος («θερίτροποι τροπαί» οι θερινές τροπές τού ηλίου, Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερι < θέρος (πρβλ. τερψίμβροτος) + τροπος (< τρέπω), πρβλ. κατά τροπος, μετά τροπος] …

    Dictionary of Greek

  • 27θερείβοτος — θερείβοτος, ον (Μ) (για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] …

    Dictionary of Greek

  • 28θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… …

    Dictionary of Greek

  • 29θερόεις — θερόεις, εσσα, εν (Α) [θέρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός …

    Dictionary of Greek

  • 30κακοθέρειος — κακοθέρειος, ον (Μ) αυτός που έχει κακό θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θέρειος (< θέρος)] …

    Dictionary of Greek