(ἀηδόνα
1αηδόνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 175 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινόβου. * * * η [αηδόνι] 1. το θηλυκό αηδόνι 2. καλλίφωνη γυναίκα …
2ἀηδόνα — ἀηδών songstress fem acc sg …
3Λέγει?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. — λέγει ?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. См. Спать соловьиным сном …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4ἀηδόν' — ἀηδόνα , ἀηδών songstress fem acc sg ἀηδόνι , ἀηδών songstress fem dat sg ἀηδόνε , ἀηδών songstress fem nom/voc/acc dual …
5спать соловьиным сном — (иноск.) будко Ср. Один дядя Онуфрий спит будким соловьиным сном. Мельников. В лесах. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οϋδ οσον αηδόνες υπνουσιν. Ср. Ουδ οσον αηδόνες υπνώουσεν (υπνώσουσιν). Sophokl? Ср. Suid. 1, 127). Ср. Macar. 6, 69,… …
6Спать соловьиным сном — Спать соловьинымъ сномъ (иноск.) будко. Ср. Одинъ дядя Онуфрій спитъ будкимъ соловьинымъ сномъ. Мельниковъ. Въ лѣсахъ. Ср. Neque quantum lusciniae dormiunt. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνοῦσιν. Ср. Οὐδ’ ὅσον ἀηδόνες ὑπνώουσεν (ὑπνώσουσιν). Sophokl?… …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7αηδονοπούλα — η 1. θηλυκό αηδόνι, αηδόνα 2. θηλυκός νεοσσός αηδόνας, αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + υποκοριστική κατάλ. πούλα] …
8αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …
9αηδώ — ἀηδὼ ( οῦς), η (Α) αηδών, αηδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος μορφολογικό σχηματισμός τού ερρινόληκτου τύπου ἀηδών, όνος, που ξεκίνησε πιθανώς από τον τύπο τής αιτ. ενικ.: τὴν ἀηδόνα τὴν ἀηδὼ (πρβλ. τὸν ἀμείνονα τὸν ἀμείνω), απ’ όπου σχηματίστηκε νέος… …
10μινυρίστρια — μινυρίστρια, ἡ (Α) [μινυρίζω] (για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά …
- 1
- 2