ὑψί-
1ὕψι — on high indeclform (adverb) …
2ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …
3ὕψιν — ὕψι on high nu̱movable indeclform (adverb) …
4πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …
5ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
6upo, up, eup, (e)up-s- — upo, up, eup, (e)up s English meaning: under, from under, etc.. Deutsche Übersetzung: etwa “under an etwas heran” Note: from the meaning “from under hinauf” die meaning “hinauf, about”, die partly here, esp. but in related… …
7высокий — высок, высока, высоко, сравн. ст. выше, сюда же высь ж.; ср. укр. високий, др. русск., ст. слав. высокъ ὑψηλός (Супр.), болг. висок, више, сербохорв. вѝсо̄к, ви̏ше, словен. visòk, vîše, чеш. vysoky, vyše, слвц. vysoky, польск. wysoki, в. луж.… …
8Hypsibema — Temporal range: Late Cretaceous Scientific classification Kingdom: Animalia Phylum: Chordata Class …
9Гипсилофодон — †Гипсилофодон Hypsilophodon foxii рисунок карандашом …
10Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] …