ἐντομή

  • 11αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …

    Dictionary of Greek

  • 12κοκκιαστός — ή, ό [κοκκιάζω] 1. (για βέλος) αυτό που τοποθετείται στην εντομή τού τόξου για εκτόξευση 2. (για το τόξο) αυτό που έχει τοποθετημένο στην εντομή το βέλος για εκτόξευση 3. αυτός που έχει συνενωθεί κατά κόκκους …

    Dictionary of Greek

  • 13κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των …

    Dictionary of Greek

  • 14μεσοσφαγιτιδικός — ή, ό ανατ. αυτός που διαχωρίζει τη σφαγιτιδική εντομή τού κρανίου από την άλλη εντομή που βρίσκεται κοντά σ αυτήν …

    Dictionary of Greek

  • 15τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …

    Dictionary of Greek

  • 16βενζόη — Βαλσαμική ρητίνη, η οποία προέρχεται από μερικά δέντρα της οικογένειας των στυρακοειδών με εντομή στον κορμό του φυτού. Κάτω από την εντομή σχηματίζονται –στα πρώτα τρία χρόνια– μικροί θρόμβοι β., που αποτελούν την εκλεκτή παραγωγή· στα επόμενα,… …

    Dictionary of Greek

  • 17насекомое — в XVIII в., а также несекомое (см. Чернышев, Сб. Соболевскому 26), калька из франц. insecte (то же) от лат. insectum, первонач. насеченное, с насечками (животное) ; ср. Плиний, Nat. Hist. 11, 1: iurе omnia insecta арреllаtа аb incisuris. Лат.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 18Насекомые — Божья коровка Coccinella …

    Википедия

  • 19CIRCUMCISIO — ex ordinatiis V. T. Sacramentis prius, geminam habuit periodum: unam ab Abrahamo ad Mosen, alteram a Mose usque ad Christum, Ioan. c. 7. v. 22 in quarum illa fuerunt Ecclesiae circumciae incunabula, in hac illius ἀκμή. Primus qui illam accepit,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 20VULNUS — a plaga distinguitur. Plin. l. 16. c. 12. Aperitur picea parte Solari non plagâ, sed vulnere ablati corticis. Ubi Salmasio plaga est εντομὴ, cum cutis tantum laxatur et scinditur; vulnus τὸ ἕλκος, cum distrahitur et tollitur ac separatur, i. e.… …

    Hofmann J. Lexicon universale