ἄδωρα δῶρα
1Ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα οὐκ ὀνήσιμα. — ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα οὐκ ὀνήσιμα. См. Недруг дарит, зло мыслит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
2недруг дарит — зло мыслит — (злоумышляет) Ср. Geschenk vom Feind ist selten gut demeint. Ср. Gifts from enemies are dangerous. Ср. Les presents des ennemies sont funestes. D ennemi qui nous donne défier nous devons. Da chi ti dona guardati. Ср. Hostium munera non munera.… …
3Недруг дарит, зло мыслит — Недругъ даритъ, зло мыслитъ (злоумышляетъ). Ср. Geschenk vom Feind ist selten gut gemeint. Ср. Gifts from ennemies are dangerous. Ср. Les presents des ennemies sont funestes. Пер. D’ennemi qui nous donne défier nous devons. Пер. Da chi ti dona… …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4άπλουτος — η, ο (AM ἄπλουτος, ον) ο χωρίς πλούτο αρχ. φρ. «ἄπλουτος πλοῡτος» ανώφελος, κακός (πρβλ. «άδωρα δώρα) …
5άδωρος — η, ο (Α ἄδωρος, ον) 1. αυτός που δεν δέχεται δώρα, ο αδωροδόκητος, ανεξαγόραστος, αδιάφθορος 2. φρ. «δώρον άδωρον» και αρχ. «δῶρα ἅδωρα», άχρηστο δώρο, ανώφελη, μάταιη προσφορά αρχ. αυτός που δεν δίνει δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῶρον. ΠΑΡ.… …
6άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) …