ἀσκός
1ἁσκός — ἀσκός , ἀσκός skin masc nom sg …
2ἀσκός — skin masc nom sg …
3ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …
4Ασκός — Sp Ãskas Ap Ασκός/Askos L ŠR Graikija …
5ασκός — ο 1. δέρμα ζώου που αποσπάστηκε ακέριο και το οποίο χρησιμοποιείται, με κατάλληλη επεξεργασία, για την τοποθέτηση ή μεταφορά νερού, λαδιού, τυριού κτλ.: Άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και ξεχύθηκαν ορμητικοί οι άνεμοι. 2. κάθε κύστη από δέρμα ή… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6διπλοϋμενικός — Ασκός με δύο τοιχώματα, ένα εσωτερικό ελαστικό και ένα εξωτερικό σκληρό. Ασκούς αυτού του είδους διαθέτουν οι ασκομύκητες …
7ἀσκούς — ἀσκός skin masc acc pl …
8ἀσκῷ — ἀσκός skin masc dat sg …
9ἀσκόν — ἀσκός skin masc acc sg …
10Аскомицеты — ? Аскомицеты …