χειρ-όω
1χείρ — b. fem nom sg …
2χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …
3χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …
4χεῖρ' — χεῖρα , χείρ b. fem acc sg χεῖρε , χείρ b. fem nom/voc/acc dual …
5χείρ' — χειρί , χείρ b. fem dat sg χειρά , χειράς chap fem voc sg χειρί , χειρίς a covering for the hand fem voc sg (ionic) …
6Χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. — χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. См. Трудовая денежка мозольная …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Χεὶρ χεῖρα νίπτει. — χεὶρ χεῖρα νίπτει. См. Рука руку моет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)