τυφλὰ καὶ ς

  • 61δίπλα — (I) επίρρ. Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι 2. πλαγιαστά, πλάγια 3. φρ. α) «τού ή τής πέφτω δίπλα» πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» περιπλανιέμαι στα βουνά γ) «τό κόβω, τό παίρνω δίπλα» πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.… …

    Dictionary of Greek

  • 62πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… …

    Dictionary of Greek

  • 63σούζα — η, και σούζο, το, Ν 1. στάση τετράποδου ζώου κατά την οποία αυτό στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του 2. φρ. α) «στέκομαι σούζα» μτφ. υπακούω σε κάποιον τυφλά, δουλικά β) «κάνω σούζα» (για οδηγό δικύκλου) σηκώνω το δίκυκλο ενώ το οδηγώ και… …

    Dictionary of Greek

  • 64φανατικός — ή και ιά, ό, Ν 1. αυτός που διακατέχεται από φανατισμό 2. (κατ επέκτ.) τυφλά, αλόγιστα εμπαθής, αδιάλλακτος («είναι πολύ φανατικός σε ό,τι υποστηρίζει»). επίρρ... φανατικώς και φανατικά Ν με φανατικό τρόπο, με φανατισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη… …

    Dictionary of Greek

  • 65μοιρολάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που πιστεύει τυφλά στη μοίρα και δεν αντιδρά σε αυτά που του συμβαίνουν: Είναι μοιρολάτρισσα και δεν προσπαθεί να αλλάξει τη ζωή της …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 66πεθερός — ο θηλ. πεθερά για το σύζυγο ο πατέρας και η μητέρα της συζύγου, για τη σύζυγο ο πατέρας και η μητέρα του συζύγου: Αν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να χει ο πεθερός (παροιμ. φράση) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 67скоро хорошо не родится — И скоро, да хворо (иноск.) не скоро, не много разом надо, чтоб хорошо делать Ср. Gut Ding will Weile haben. Ср. La gatta frettolosa fece i gatti ni ciechi. (Toscan.) Ср. Was bald mürbt bald verdirbt. Ср. Ce qui croît soudain périt le lendemain.… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 68Скоро хорошо не родится — Скоро хорошо не родится. И скоро, да хворо (иноск.) не скоро, не много разомъ надо, чтобъ хорошо дѣлать. Ср. Gut Ding will Weile haben. Ср. La gatta frettolosa fece i gatti ni ciechi. (Toscan.) Ср. Was bald mürbt bald verdirbt. Ср. Ce qui croît… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 69λειώμα — το [λειώνω] 1. η πολτοποίηση με σύνθλιψη 2. συνεκδ. το πολτοποιημένο σώμα 3. το τελείως τριμμένο, φθαρμένο αντικείμενο 4. φρ. α) «έγινα λειώμα στο μεθύσι» μέθυσα πολύ, έγινα τύφλα στο μεθύσι β) «τώρα μ έκανες λειώμα» είπες κάτι και μέ ντρόπιασες… …

    Dictionary of Greek

  • 70πτερυγωτά — Υφομοταξία εντόμων, που τυπικά είναι εφοδιασμένα με φτερούγες (όταν δεν έχουν, πρόκειται για δευτερεύοντα απτερισμό), με δακτυλιοειδείς κεραίες και σύνθετα μάτια, με εξαίρεση λίγα είδη τυφλά, για προσαρμογή σε ιδιαίτερους τρόπους ζωής· στο ακμαίο …

    Dictionary of Greek