συμφοραί β
1συμφοραί — συμφορά bringing together fem nom/voc pl …
2συμφορᾶι — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind mid 2nd sg (epic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind act 3rd sg (epic) …
3Ὄνου χρείαν τραχύτης ὄδοῦ, καὶ φίλον εὔνουν αἱ συμφοραὶ διακρίνουσιν. — См. Только в беде друга узнаешь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4ξυμφοραί — συμφοραί , συμφορά bringing together fem nom/voc pl …
5только в беде друга узнаешь — Друзья познаются в беде. Ср. Amicus certus in re incerta cernitur. Верный друг познается в неверном (сомнительном) деле. Ennius. Fragm. trag. 428. (239 169 до Р.Х.) Ср. Cicero. Lælius. 17, 64. Ср. Pauci ex multis amici sunt homini, qui certi… …
6Только в беде — друга узнаешь — Только въ бѣдѣ друга узнаешь. Ср. Amicus certus in re incerta cernitur. Пер. Вѣрный другъ познается въ невѣрномъ (сомнительномъ) дѣлѣ. Ennius. (239 169 до Р. Х.) Fragm. trag. 428. Ср. Cicero. Lælius. 17, 64. Ср. Pauci ex multis amici sunt homini …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …
8πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …
9σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …
10συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …
- 1
- 2