σίδηρος

  • 11Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 12железный(канцлер) — иноск. о человеке с железной волей: прозвище кн. Бисмарка, провозглашавшего о наступлении века крови и меча Ср. Где вы певцы любви, свободы, мира И доблести? Век крови и меча ! На трон земли ты посадил банкира, Провозгласил героем палача...… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 13Железный(канцлер) — Желѣзный (канцлеръ) иноск. о человѣкѣ съ желѣзной волей: прозвище кн. Бисмарка, провозглашавшаго о наступленіи вѣка крови и меча. Ср. Гдѣ вы пѣвцы любви, свободы, мира И доблести? Вѣкъ «крови и меча»! На тронъ земли ты посадилъ банкира,… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 14Железо — 26 Марганец ← Железо → Кобальт …

    Википедия

  • 15αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …

    Dictionary of Greek

  • 16ελατοσίδηρος — ο και ελατός σίδηρος, ο σίδηρος που έχει υποστεί τη διαδικασία τής έλασης …

    Dictionary of Greek

  • 17κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 18ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …

    Dictionary of Greek

  • 19σίδερο — το, Ν 1. ο σίδηρος 2. συνεκδ. α) κάθε όργανο, εργαλείο, σκεύος ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το μέταλλο (α. «τα σίδερα τού μπαλκονιού [ή τής αυλής ή τής σκάλας]» το σιδερένιο κιγκλίδωμα, τα σιδερένια κάγκελα β. «το σίδερο τής πόρτας» …

    Dictionary of Greek

  • 20σιδήριον — και δωρ. τ. σιδάριον, τὸ, Α [σίδηρος / σίδαρος] 1. το σιδερένιο τμήμα εργαλείου ή σκεύους 2. κάθε εργαλείο, όργανο, σκεύος ή όπλο από σίδηρο 3. η μάχαιρα («σιδήριον εἰς κρεονομίαν», πάπ.) 4. σίδηρος 5. φρ. «σιδήριον λειθουργόν» η σμίλη τού… …

    Dictionary of Greek