πώς είστε

  • 1PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded …

    Wikipedia

  • 2Greeklish — Greeklish, a portmanteau of the words Greek and English, also known as Grenglish, Latinoellinika/Λατινοελληνικά or ASCII Greek, is Greek language written with the Latin alphabet. Unlike standardized systems of Romanization of Greek, as used… …

    Wikipedia

  • 3Греклиш — (англ. Greeklish, слияние слов Greek и English), также Grenglish и Латиноэллиника (греч. Λατινοελληνικά) жаргонный, сетевой вариант греческого языка, заключающийся в записи слов греческого языка буквами латинского афлавита. Используется… …

    Википедия

  • 4ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… …

    Dictionary of Greek

  • 5Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …

    Dictionary of Greek

  • 6Очи чёрные — …

    Википедия

  • 7Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia

  • 8Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …

    Dictionary of Greek

  • 9Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …

    Dictionary of Greek

  • 10κέφι — το 1. καλή διάθεση, ευδιαθεσία, όρεξη («δεν έχω κέφι σήμερα») 2. η κατάσταση αυτού που βρίσκεται στην αρχή μέθης, ευθυμία («ήλθε στο κέφι») 3. φρ. α) «κάνω κέφι» ή «έρχομαι στο κέφι» ευθυμώ, διασκεδάζω, είμαι ελαφρώς μεθυσμένος β) «τόν κάνω κέφι» …

    Dictionary of Greek