πυρρίχη
1πυρρίχη — πύρριχος red fem nom/voc sg (attic epic ionic) πυρρίχη war dance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2πυρρίχῃ — πύρριχος red fem dat sg (attic epic ionic) πυρρίχη war dance fem dat sg (attic epic ionic) …
3πυρρίχη — ἡ, ΝΑ, και πυρίχη Α ο πυρρίχιος χορός αρχ. 1. φρ. «δειναὶ πυρρίχαι» παράδοξες συστροφές τού σώματος 2. παροιμ. φρ. «πυρρίχην βλέπω» κοιτώ με άγριο βλέμμα, με μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. πύρριχος*. Ο τ. πυρίχη είναι …
4πυρρίχη — η πολεμικός χορός, αναπαράσταση αμυντικών και επιθετικών κινήσεων πολεμιστών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ПИРРИХА — • Πυρρίχη sc. όρχησις, военная пляска под звуки флейты, древнейшей формой которой может считаться пляска куретов; и действительно, куреты называются ее изобретателями. Другие приписывают изобретение ее Кастору или Диоскурам, иные… …
6πυρρίχιος — Λεγόταν και πυρρίχη. Σπαρτιατικός μιμητικός πολεμικός χορός, ίσως ένα είδος υπορχήματος. Εικάζεται πως η προέλευσή του ήταν δωρική και πως ήρθε από την Κρήτη. Ο π. ήταν ουσιαστικά χορευτική απομίμηση μάχης, και τη χόρευαν με τη συνοδεία αυλού ή… …
7ТАНЕЦ — • Όρχηστική, όρχησις, Saltatio, y Гомера ο̉ρχηστύς, что было тесно соединено с игрой на цитре и пением (ο̉., κίθαρις καὶ α̉οιδὴ, Il. 13, 721; μολπή есть общее название того же самого). По большей части танцор и певец было одно и то… …
8πυρρίχα — πυρρίχᾱ , πύρριχος red fem nom/voc/acc dual πυρρίχᾱ , πύρριχος red fem nom/voc sg (doric aeolic) πυρρίχᾱ , πυρρίχη war dance fem nom/voc/acc dual πυρρίχᾱ , πυρρίχη war dance fem nom/voc sg (doric aeolic) …
9πυρρίχαι — πυρρίχᾱͅ , πύρριχος red fem dat sg (doric aeolic) πυρρίχη war dance fem nom/voc pl πυρρίχᾱͅ , πυρρίχη war dance fem dat sg (doric aeolic) …
10πυρρίχας — πυρρίχᾱς , πύρριχος red fem acc pl πυρρίχᾱς , πύρριχος red fem gen sg (doric aeolic) πυρρίχᾱς , πυρρίχη war dance fem acc pl πυρρίχᾱς , πυρρίχη war dance fem gen sg (doric aeolic) …