πονία
1πόνια — η, Ν πόνος, αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος, κατα τα συμπόνια, ψυχοπόνια κ.λπ.] …
2μακροπονία — μακροπονία, ἡ (Α) μεγάλος και συνεχής κόπος, διαρκής φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πονία (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονία] …
3οδοντοπονία — ὀδοντοπονία, ἡ (Μ) η λειτουργία τών δοντιών, η μάσηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πονία (< πόνος < πόνος), πρβλ. γεω πονία] …
4υδροπονία — η, Ν σύστημα καλλιέργειας τών φυτών κατά το οποίο αυτά αναπτύσσονται έχοντας βυθισμένες τις ρίζες τους μέσα σε νερό στο οποίο έχουν διαλυθεί θρεπτικά άλατα, χωρίς να γίνεται χρήση τού εδάφους, αλλ. υδροπονική καλλιέργεια ή ανεδαφική καλλιέργεια ή …
5χειροπονία — ἡ, Μ η χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πονία (< πονος < πόνος), πρβλ. ψυχο πονία] …
6ωμοπονία — ἡ, ΜΑ πόνος τών ώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πονία (< πονος < πόνος), πρβλ. φυγο πονία] …
7ЭПИКУР — • Epicūrus, Έπίκουρος, основатель названной по его имени эпикурейской философии или школы эпикурейцев (Epicurei, Έπικούρειοι), из аттического дема Гаргетта, родился в 342 г. до Р. X., отправился с отцом своим Неоклом и другими… …
8αρνησιπονία — η η αποφυγή των κόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πονία < πόνος «κόπος, μόχθος». Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Σούτζο] …
9οξυπονία — ὀξυπονία, ἡ (Μ) οξύς πόνος, άλγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πονία (< πόνος < πόνος)] …
10ψυχοπόνια — η / ψυχοπονία, ΝΑ νεοελλ. συμπόνια, συμπάθεια αρχ. αγωνία τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχόπονος. Το αρχ. ψυχοπονία < ψυχή + πονία (< πόνος < πόνος «κόπος»] …