περίοδος
11Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… …
12εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …
13βενλόκιο — Περίοδος του παλαιοζωικού, μία από τις τέσσερις βαθμίδες της ανώτερης σιλούριας υποδιάπλασης. Ονομαστοί είναι οι β. ασβεστόλιθοι της Αγγλίας, που περιέχουν απολιθωμένα βραγχιόποδα, γαστερόποδα, κοράλλια, ασβεστοφύκη κ.ά. Στην Ελλάδα δεν έχουν… …
14περιόδοιν — περίοδος one who goes the rounds fem gen/dat dual …
15περιόδοις — περίοδος one who goes the rounds fem dat pl …
16περιόδοισι — περίοδος one who goes the rounds fem dat pl (epic ionic aeolic) …
17περιόδοισιν — περίοδος one who goes the rounds fem dat pl (epic ionic aeolic) …
18περιόδου — περίοδος one who goes the rounds fem gen sg …
19περιόδους — περίοδος one who goes the rounds fem acc pl …
20περιόδων — περίοδος one who goes the rounds fem gen pl …