πάρα δ' ἄτη

  • 1Ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. — ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. См. Поручился, продался …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 2Delphi — For other uses, see Delphi (disambiguation). Archaeological Site of Delphi * UNESCO World Heritage Site The theatr …

    Wikipedia

  • 3Поручился, продался — Поручился, продался. Ср. ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. Пер. Поручился и мучайся. Thales. (Plat. Charm. 165. A.) Ср. Аще за друга ся поручаешь, за свою душу полагаешь. Притч. 6, 1 2. Ср. І. Сир. 29, 19 20. См. Где рука, там и голова. См. За друга поручиться …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 4СЕМЬ МУДРЕЦОВ —    • Sapientes septem,          οι̉ ε̉πτὰ σοφοί, мужи, которые были истинными благодетелями окружающей их среды не только выдающейся нравственной силой и глубокой житейской опытностью, но и проницательностью ума и ясностью мыслей. Cic. de or. 3 …

    Реальный словарь классических древностей

  • 5πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] …

    Dictionary of Greek

  • 6ποθεινότατος — άτη, ον,ΜΑ πάρα πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («Ἰησοῡ μου ποθεινότατε ἔκραζεν ἡ Παρθένος», Εγκ. Επιταφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. υπερθ. βαθμός τού επιθ. ποθεινός*] …

    Dictionary of Greek

  • 7ποτίστατος — άτη, ον, Α (υπερθ.) αυτός που αγαπά πάρα πολύ το κρασί ή τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά, ο πολύ μεγάλος πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + κατάλ. ίστατος ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. βλακ ίστατος)] …

    Dictionary of Greek

  • 8αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …

    Dictionary of Greek

  • 9μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 10κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… …

    Dictionary of Greek