Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πάθος

  • 1 πάθος

    [патос] ουσ. о. страсть, пафос, жар, пыл, злоба, враждебность.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πάθος

  • 2 страсть

    страсть I ж \. (κ чему-л.) τό πάθος, ἡ μανία:
    \страсть к теа́тру τό πάθος γιά τό θέατρο·
    2. (любовь) τό ἐρωτικό πάθος, τό πάθος:
    быть охва́ченным \страстью μέ κυριεύει τό πάθος.
    страст||ь II
    нареч (очень) разг:
    мне \страсть как хочется (мне до \страстьи хочется) пойти в теа́тр ἐπιθυμώ φοβερά νά παύω στό веатро· народу на у́лицах \страсть στους δρόμους εἶναι κόσμος πήχτρα

    Русско-новогреческий словарь > страсть

  • 3 пафос

    α.
    1. το πάθος•

    говорить с -ом μιλώ με πάθος.

    2. ενθουσιασμός•

    пафос созидательного труде πάθος δημιουργικής εργασίας.

    Большой русско-греческий словарь > пафос

  • 4 пристрастие

    ουδ.
    1. πάθος• θεριακλίκι μανία• αρρώστια•

    пристрастие к музыке πάθος προς τη μουσική•

    пристрастие к азартным играм μανία στα τυχερά παιγνίδια.

    2. μεροληψία, προκατάληψη, εμπάθεια•

    пристрастие в суждениях μεροληψία στις κρίσεις.

    εκφρ.
    с -ем – με πάθος, ολόψυχα (άκρα επιμέλεια)•
    допрос с -ем – α) παλ. ανάκριση με βασανιστήρια, β) εξονυχιστικές ερωτήσεις, ξεψάχνισμα ψάρεμα.

    Большой русско-греческий словарь > пристрастие

  • 5 страсть

    θ.
    το πάθος•

    обуздать -и συγκρατώ τα πάθη•

    разжигать -и ανάβω, υποδαυλίζω τα πάθη•

    страсть кипит βράζει το πάθος.

    || μανία, μεράκι. || πάθος ερωτικό.
    θ. (απλ.)
    1. φρίκη, φόβος μεγάλος, δέος.
    2. πλήθος μεγάλο, πληθώρα•

    народу на базаре страсть - πολύς κόσμος στη λαϊκή αγορά.

    || (για κάτι ισχυρό)• φρίκη•

    желудок так ломит другой раз страсть - το στομάχι κάποτε τόσο πονά страсть φρίκη.

    3. επίρ. σφόδρα, φοβερά.

    Большой русско-греческий словарь > страсть

  • 6 страсть

    страсть ж το πάθος
    * * *
    ж
    το πάθος

    Русско-греческий словарь > страсть

  • 7 увлечение

    увлечение с 1) (воодушевление) о ενθουσιασμός, το πάθος 2) (кем-чем-л.) η αγάπη
    * * *
    с
    1) ( воодушевление) ο ενθουσιασμός, το πάθος
    2) (кем-чем-л.) η αγάπη

    Русско-греческий словарь > увлечение

  • 8 азарт

    азарт
    м ἡ μανία, τό πάθος τοῦ παιχνιδιού:
    входить в \азарт μέ πιάνει τό πάθος; в \азарте στήν παράφορα.

    Русско-новогреческий словарь > азарт

  • 9 возгореть

    -рю, -ришь, ρ.σ. παλ. βλ. возгореться.
    1. ανάβω, παίρνω φωτιά•

    из искры -лось пламя από τη σπίθα άναψε φωτιά.

    2. δυναμώνω, εξελίοαομαι ραγδαία, αψιώνω•

    -лась ожесточенная битва άναψε σκληρή μάχη.

    3. μτφ. κατέχομαι από σφοδρό πάθος, επιθυμία κ.τ.τ. возгореть желанием славы καίγομαι (φλέγομαι) από το πάθος για δόξα.

    Большой русско-греческий словарь > возгореть

  • 10 жар

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, на -у а.
    1. ζέστα, ζεστασιά, θάλπος. || καύσωνας, καύμα, κάψα, λιοπύρι•

    жар спал ο καύσωνας έπεσε, μειώθηκε.

    || αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά, θράκα.
    2. πυρετός, θέρμη, κάψα. || έξαψη, άναμμα•

    его бросило в жар от этих слов αυτά τα λόγια τον φούρκισαν (τον κόρωσαν).

    3. ένθερμος ζήλος• πάθος•

    говорить с -ом μιλώ με πάθος.

    4. μτφ. φούρια, άναμμα, κορύφωμα έξαψης.
    εκφρ.
    с -омεπίρ. ένθερμα•
    чужими руками жар загребатьπαρμ. με ξένα κόλλυβα μακαρίζει τους γονιούς του ή το ξένο βίος ο καλόγηρος για την ψυχή του δίνει.

    Большой русско-греческий словарь > жар

  • 11 мания

    θ.
    μανία•

    мания преследования μανία καταδίωξης•

    мания величия μεγαλομανία.

    || πάθος μεγάλο•

    мания писать стихи πάθος στιχουργικό.

    Большой русско-греческий словарь > мания

  • 12 пристрастить

    -ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пристращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    εμπνέω (ανάβω) πάθος, μανία, αγάπη, έρωτα δίνω,ζωηρή κλίση.
    μερακλώνομαι, με πιάνει πάθος, μανία, μεράκι.

    Большой русско-греческий словарь > пристрастить

  • 13 влечение

    влечение
    с ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις], ἡ ροπή:
    страстное \влечение τό πάθος· иметь \влечение κ чему-л. ἔχω κλίση γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > влечение

  • 14 воспламенять

    воспламеня||ть
    несов
    1. βάζω φωτιά, ἀναφλέγω·
    2. перен ἀνάβω, ἐξάπτω, ἐρεθίζω, ἐμπνέω πάθος.

    Русско-новогреческий словарь > воспламенять

  • 15 воспламеняться

    воспламеня||ться
    1. παίρνω φωτιά, ἀναφλέγομαι·
    2. перен ἐξάπτομαι, ἐρεθίζομαι, φλέγομαι ἀπό πάθος.

    Русско-новогреческий словарь > воспламеняться

  • 16 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 17 изливаться

    изливать||ся
    χύνομαι/ перен разг ξεθυμαίνω (τό πάθος μου или τόν θυμό μου).

    Русско-новогреческий словарь > изливаться

  • 18 неодолимый

    неодоли́м||ый
    прил ἀκατανίκητος, ἀκατάβλητος, ἀκαταμάχητος:
    \неодолимыйая сила ἡ ἀκατάβλητη δύναμη· \неодолимыйая страсть τό ἀκατανίκητο πάθος.

    Русско-новогреческий словарь > неодолимый

  • 19 обуревать

    обурева||ть
    несов κυριαρχώ, κατέχω:
    быть \обуреватьемым страстями φλέγομαι ἀπό πάθος, κυριαρχούμαι ἀπό τά πάθη.

    Русско-новогреческий словарь > обуревать

  • 20 ослепленный

    ослеп||ленный
    прич. прям., перен τυφλωμένος / тк. перен ἔκθαμβος:
    \ослепленныйленный страстью τυφλωμένος ἀπό τό πάθος.

    Русско-новогреческий словарь > ослепленный

См. также в других словарях:

  • Πάθος —         (pathos) (греч.) страсть, страдание; состояние, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • πάθος — that which happens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πάθει — πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάθεϊ , πάθος that which happens neut dat sg (epic ionic) πάθος that which happens neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… …   Dictionary of Greek

  • παθοῖν — πάθος that which happens neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθέεσσι — πάθος that which happens neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»