-
1 ортогональный
ορθογώνιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ортогональный
-
2 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
3 матрица
1. (мащ., полигр.) η μάννα, η μήτρα, το καλούπι 2. мат. о ορθογώνιος πίνακας(των μαθηματικών στοιχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матрица
-
4 траектория
(мат., физ.) η τροχιάбаллистическая - βαλιστική -, βλητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > траектория
-
5 брусковый
брусковыйприл ἀγκωνιασμένος, ὁρθογώνιος. -
6 прямоугольный
прямоугольныйприл ὁρθογώνιος:\прямоугольный треугольник τό ὀρθογώνιο[ν] τρίγωνο[ν]. -
7 прямоугольный
[πριμαουγκόλ'νυϊ] εκ. ορθογώνιος -
8 orthogonal design
French\ \ plan d'expérience orthogonalGerman\ \ orthogonaler VersuchsplanDutch\ \ orthogonale proefopzetItalian\ \ schema ortogonaleSpanish\ \ planeo ortogonal; diseño ortogonal experimentalCatalan\ \ dissseny ortogonalPortuguese\ \ delineamento ortogonal; planejamento ortogonal (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ ortogonal designGreek\ \ ορθογώνιος σχεδιασμόςFinnish\ \ ortogonaalinen asetelmaHungarian\ \ ortogonális tervTurkish\ \ dikey tasarımEstonian\ \ ortogonaalne plaanLithuanian\ \ ortogonalusis modelisSlovenian\ \ -Polish\ \ układ ortogonalnyRussian\ \ ортогональный планUkrainian\ \ ортогональний планSerbian\ \ -Icelandic\ \ þverstæðum hönnunEuskara\ \ ortogonalak diseinuaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ طرحهاي متعامدArabic\ \ تصميم متعامدAfrikaans\ \ ortogonale ontwerpChinese\ \ 正 交 设 计Korean\ \ 직교설계 -
9 orthogonal variable transformation
French\ \ transformation orthogonaleGerman\ \ orthogonale Transformation von ZufallsvariablenDutch\ \ orthogonale transformatie van stochastische variabelenItalian\ \ trasformazione ortogonale della variabileSpanish\ \ transformación ortogonal de la variableCatalan\ \ transformació ortogonalPortuguese\ \ transformação ortogonal de variáveisRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ ortogonal variabeltransformationGreek\ \ ορθογώνιος μετασχηματισμός μεταβλητήςFinnish\ \ ortogonaalinen muuttujamuunnosHungarian\ \ ortogonális változó transzformációTurkish\ \ dikey olasılıksal değişken dönüştürümüEstonian\ \ ortogonaalne juhuslike suuruste teisendusLithuanian\ \ ortogonalioji kintamojo dydžio transformacijaSlovenian\ \ -Polish\ \ ortogonalna transformacja zmiennych losowychRussian\ \ ортогональное преобразование переменнойUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ þverstæðum breytu umbreytinguEuskara\ \ ortogonalak aldagai eraldaketaFarsi\ \ t bdil be mot gh yerhaye mot -amedPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تحويل المتغيرات تعامدياAfrikaans\ \ ortogonale transformasie van stogastiese veranderlikesChinese\ \ 正 交 ( 随 机 ) 变 量 转 换Korean\ \ 직교변수변환 -
10 orthogonal
French\ \ orthogonalGerman\ \ orthogonalDutch\ \ orthogonaalItalian\ \ ortogonaleSpanish\ \ ortogonalCatalan\ \ ortogonalPortuguese\ \ ortogonalRomanian\ \ -Danish\ \ ortogonalNorwegian\ \ -Swedish\ \ ortogonalGreek\ \ ορθογώνιοςFinnish\ \ ortogonaalinen; kohtisuora; suorakulmainenHungarian\ \ ortogonálisTurkish\ \ dikEstonian\ \ ortogonaalneLithuanian\ \ ortogonalusisSlovenian\ \ -Polish\ \ ortogonalnyRussian\ \ прямоугольный; ортогональныйUkrainian\ \ ортогональнийSerbian\ \ ортогоналноIcelandic\ \ þver; hornrétturEuskara\ \ ortogonalakFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ متعامدArabic\ \ متعامدAfrikaans\ \ ortogonaalChinese\ \ 正 交 的Korean\ \ 직교 -
11 прямоугольный
[πριμαουγκόλ'νυϊ] επ ορθογώνιος -
12 ортогональный
επ. (μαθ.) ορθογώνιος. -
13 прямоугольный
επ.ορθογώνιος•прямоугольный треу-гольнжк ορθογώνιο τρίγωνο.
См. также в других словарях:
ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… … Dictionary of Greek
ορθογώνιος — α, ο 1. αυτός που έχει ορθές γωνίες: Ορθογώνιο τρίγωνο. 2. ως ουσ., ορθογώνιο, το τετράπλευρο με τις 4 γωνίες ορθές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθογωνίζω — [ορθογώνιος] μετατρέπω ένα σχήμα σε ορθογώνιο, για να μπορεί να υπολογιστεί ευκολότερα το εμβαδόν του … Dictionary of Greek
Ортогональность — В Викисловаре есть статья «ортогональность» … Википедия
ortogonio — ► adjetivo GEOMETRÍA Se aplica al triángulo que tiene recto uno de sus ángulos. * * * ortogonio (del lat. «orthogonĭus») adj. V. «triángulo ortogonio». * * * ortogonio. (Del lat. orthogonĭus, y este del gr. ὀρθογώνιος). □ V. triángulo ortogonio … Enciclopedia Universal
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
αρτιογώνιος — ἀρτιογώνιος, ον (Α) αυτός που έχει ζυγό αριθμό γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτιο (< άρτιος) + γώνιος < γωνία (πρβλ. ισογώνιος, οξυγώνιος, ορθογώνιος)] … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek