Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νόημα

См. также в других словарях:

  • Νόημα —         (noema) (греч.) мысль.         см. Ноэсис и ноэма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • νόημα — that which is perceived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… …   Dictionary of Greek

  • νόημα — το, ατος 1. ό,τι πιάνει ο νους, ιδέα, στοχασμός. 2. έννοια, σημασία: Λόγια χωρίς νόημα. 3. νεύμα, γνέψιμο: Του κανε νόημα να φύγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόημ' — νόημα , νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοημάτων — νόημα that which is perceived neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήμασι — νόημα that which is perceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήμασιν — νόημα that which is perceived neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματα — νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματι — νόημα that which is perceived neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοήματος — νόημα that which is perceived neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»