-
1 νόημα
[ноима] ουσ. о. смысл,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νόημα
-
2 смысл
смысл м 1) η έννοια, το νόημα· η σημασία (значение)' здравый \смысл η λογική* в буквальном \смысле κυριολεχτικά* в каком \смысле? τι εννοείται; 2) (основание) о λόγος, το νόημα* имеет -\смысл... αξίζει να...· в этом нет \смысла δεν έχει κανένα νόημα ◇ в широком \смысле слова με την πλατιά έννοια* * *м1) η έννοια, το νόημα; η σημασία ( значение)здра́вый смысл — η λογική
в буква́льном смысле — κυριολεχτικά
в како́м смысле? — τι εννοείται
2) ( основание) ο λόγος, το νόημαиме́ет смысл... — αξίζει να…
в э́том нет смысла — δεν έχει κανένα νόημα
••в широ́ком смысле сло́ва — με την πλατιά έννοια
-
3 толк
толк 1-а (-у) α.1. παλ. εξήγηση, ερμηνεία. || γνώμη, κρίση.2. πλθ. -ы φήμες, διαδόσεις• κρίσεις και επικρίσεις• κουβέντες, λόγια.3. νόημα, σημασία, ουσία.4. όφελος, ωφέλεια, κέρδος• συμφέρο.5. (θρησκ.) σχίσμα, αίρεση• δοξασία.εκφρ.без -у – χωρίς κανένα νόημα• άσκοπα, στα χαμένα•с -ом – με νόημα•читать с -ом – διαβάζω με νόημα•знать (понимать) толк – γνωρίζω καλά, είμαι γνώστης ή κάτοχος• καταλαβαίνω απο;•добиться -у – παίρνω σαφή εξήγηση•взять в толк – καταλαβαίνω, ξεκαθαρίζω, ξεδιαλύνω•сбить с -у – συγχύζω φέρω σε αμηχανία•сбиться с -у – συγχύζομαι.толк 2ως κατηγ. σπρώχνω, ωθώ•толк в дверь σπρώχνω την πόρτα.
-
4 смысл
смыслм1. ἡ ἐννοια, τό νόημα:здравый \смысл ἡ λογική, ὁ κοινός νοῦς· прямой \смысл ἡ κυρία ἔννοια, ἡ κυριολεκτική σημασία· переносный \смысл ἡ μεταφορική σημασία· в буквальном \смысле κυριολεκτικά [-ῶς]· переводить по \смыслу μεταφράζω κατ' ἐν-νοιαν в этом нет никакого \смысла αὐτό δέν ἔχει κανένα νόημα·2. (основание) ὁ λόγος, τό νόημα:нет \смысла туда идти δέν ὑπάρχει λόγος νά πάει κανείς ἐκεΐ· ◊ в широком \смысле μέ τήν πλατειά ἔννοια, μέ τήν εὐρεϊαν σημασίαν в полном \смысле этого слова μέ ὅλην τήν σημασίαν τής λέξεως. -
5 идея
идея ж в разн. знач. η ιδέα передовые \идеяи οι προ οδευτικές ιδέες \идея произведения η ιδέα (или το νόημα) του έργου* * *ж в разн. знач.η ιδέαпередовы́е иде́и — οι προοδευτικές ιδέες
иде́я произведе́ния — η ιδέα ( или το νόημα) του έργου
-
6 понятие
понятие с η γνώμη, το νόημα, η ιδέα· \понятиея не имею δεν έχω ιδέα* * *сη γνώμη, το νόημα, η ιδέαпоня́тия не име́ю — δεν έχω ιδέα
-
7 концепция
-и θ.1. αντίληψη, νόηση.2. νόημα•концепция статьи το νόημα του άρθρου.
-
8 смысл
-а (-у) α.1. παλ. ο νους• το λογικό.2. έννοια, νόημα• σημασία•смысл слова η έννοια της λέξης•
смысл событий το νοημάτων γεγονότων•
прямой смысл слова η κυρ ιολεξια της λέξης•
переносный смысл слова η μεταφορική σημασία της λέξης•
придать смысл προσδίδω έννοια ή νόημα ή σημασία•
в широком -е слова με την πλατιά σημασία της λέξης•
в буквальном -е слова με την κυριολεξία της λέξης.
3. λογική βάση, περιεχόμενο• σκοπός•в чём смысл этой затеи? ποιος ο σκοπός αυτής της πρόθεσης; || ωφέλεια, όφελος.
εκφρ.здравый смысл – ο κοινός νους•в -е чего ή в каком -е – σχετικά, όσον αφορά•в -е кого-чего – με τη σημασία, υπονοώντας•в полном -е слова – με όλη τη σημασία της λέξης. -
9 цена
-ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.1. τιμή, τίμημα, αξία•цена товара η τιμή του εμπορεύματος•
государственная цена κρατική τιμή•
цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•
снижение цен πτώση των τιμών•
тврдая цена σταθερή τιμή.
2. εκτίμηση.3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.
|| -ой χάρη, αντί•добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•
занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.
|| μτφ. σημασία•жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•
какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;
εκφρ.в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•- ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας. -
10 что
что 1чего, чему, чем, о чём αντων.1. (ερωτηματική)• τι•что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•
что случилось? τι συνέβηκε;•
что вы сказали? τι είπατε;•
что нового? τι νέα;•
о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•
что это такое? τι ειν αυτό;•
ну что? λοιπόν τι;
2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•
я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•
я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.
3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•
то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.
4. γιατί•что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•
что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•
а что? και γιατί;
5. επίρ. πόσο, τι•стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.
|| πόσος, -η, -ο•что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•
что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).
|| όσος, -η, -ο•что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.
6. κάτι (τι), τίποτε•если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•
что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.
7. τι•что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•
что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.
8. ό,τι•всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.
|| ο οποίος, -α, -ο•старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.
εκφρ.а -? – και τι;•до чего... – α) εξαιρετικά•до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).что 2ειδ. σύνδ.1. ότι, πως•я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•
говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.
2. ότι, που•я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.
3. όπως, σαν.4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).εκφρ.только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι). -
11 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
12 значимый
1. (обладающий значением, смыслом) με σημασία, με νόημα 2. (важный по значению, значительный) σπουδαίος, σημαίνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значимый
-
13 идея
1. (понятие, представление) η ιδέα 2. (мысль, замысел) η ιδέα, η σκέψη 3. (основная, главная мысль чего-л) το νόημα, η έννοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > идея
-
14 концепция
η βασική άποψη, η νόηση, το νόημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концепция
-
15 понятие
η έννοια, η ιδέα, το νόημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > понятие
-
16 семантика
лингв. 1. (значение, смысл) η σημαντική, η έννοια, το νόημα 2. см. семасиология.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > семантика
-
17 слово
1. лингв. η λέξηзаимствованные - а τα δάνεια, ξένες - ειςсложносокращенное - συντομογραμμένη -, συντετμημένη -2. (речь) о λόγος, вступительное - εναρκτήριος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слово
-
18 смысл
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смысл
-
19 вдумываться
вду́м||ыватьсянесов μελετώ σοβαρά, σκέπτομαι βαθειά, στοχάζομαι:\вдумыватьсяываться в смысл чего́-л. ἐμβαθύνω στό νόημα ἐνός πράγματος. -
20 затуманивать
затуманиватьнесов, затуманить сов σκεπάζω μέ σύννεφα (или μέ καταχνιά κ.λ.π.)Ι перен θολώνω, συσκοτίζω:\затуманивать смысл θολώνω τό νόημα.
См. также в других словарях:
Νόημα — (noema) (греч.) мысль. см. Ноэсис и ноэма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
νόημα — that which is perceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… … Dictionary of Greek
νόημα — το, ατος 1. ό,τι πιάνει ο νους, ιδέα, στοχασμός. 2. έννοια, σημασία: Λόγια χωρίς νόημα. 3. νεύμα, γνέψιμο: Του κανε νόημα να φύγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νόημ' — νόημα , νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοημάτων — νόημα that which is perceived neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήμασι — νόημα that which is perceived neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήμασιν — νόημα that which is perceived neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήματα — νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήματι — νόημα that which is perceived neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήματος — νόημα that which is perceived neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)