Νόημα
Смотреть что такое "Νόημα" в других словарях:
νόημα — that which is perceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… … Dictionary of Greek
νόημα — το, ατος 1. ό,τι πιάνει ο νους, ιδέα, στοχασμός. 2. έννοια, σημασία: Λόγια χωρίς νόημα. 3. νεύμα, γνέψιμο: Του κανε νόημα να φύγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νόημ' — νόημα , νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοημάτων — νόημα that which is perceived neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήμασι — νόημα that which is perceived neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήμασιν — νόημα that which is perceived neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήματα — νόημα that which is perceived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήματι — νόημα that which is perceived neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήματος — νόημα that which is perceived neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)