-
1 μέλι
[мэли] ουσ. о. мёд.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέλι
-
2 мёд
-
3 мед
медм1. τό μέλι:сотовый \мед μέλι κηρήθρας'2. (напиток) τό μελίκρατο[ν]· ◊ вашими бы уста́ми да \мед пить) погов. ἀπό τό στόμα σου καί στοῦ θεοῦ τ'αὐτί! -
4 липец
-пца α. (διαλκ.) μέλι φλαμουρίσιο. || πιοτό από μέλι φλαμουρίσιο. -
5 мёд
-а (-у), προθτ. о мёде, в меду, πλθ. меды а.1. μέλι•сотовый мёд μέλι κηρήθρας.
2. υδρόμελι, μελίκρατο.εκφρ.не мёд – (με σημ. κατηγ.) δεν είναι παίξε-γέλασε (είναι δύσκολο). -
6 баклажан
бот. σολανόν η μελι(ν)τζάνα, разг. η μελιτζάνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баклажан
-
7 мёд
το μέλιсотовый - σε κηρήθρες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мёд
-
8 сотовый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сотовый
-
9 медоточивый
медоточивыйприл μελίρρυτος, μελιστάλαχτος, πού στάζει μέλι. -
10 пряник
пряникм τό πριάνικ (γλυκό ψωμάκι):медовый \пряник μελόψωμο, πριάνικ μέ μέλι· мятный \пряник πριάνικ μέ μέντα. -
11 пчелйный
пчел||йныйприл με-λίσσιος, τῶν μελισσών:\пчелйныйиный мед τό μέλι ἀπό μέλισσες· \пчелйныйиная ма́гка ἡ βασίλισσα τών μελισσών \пчелйныйиный рой τό μελίσσι, τό σμήνος μελισσών \пчелйныййный у́лей ἡ κυψέλη, τό μελισσοκόφινο. -
12 сотовый
сотовыйприл (в сотах):\сотовый мед μέλι κηρήθρας. -
13 соты
сот||ымн. (ячейки) οἱ κηρήθρες:мед ἡ \сотыах μέλι σέ κηρήθρες. -
14 тишь
тиш||ьж см. тишина· жить в \тишьй ζῶ στή σιγαλιά· ◊ \тишь да гладь μέλι-γάλα. -
15 мёд
[μιότ] ουσ. α μέλι -
16 сотовый
[σοταβυϊ] εκ. μέλι κηρήθρας -
17 мёд
[μιότ] ουσ α μέλι -
18 сотовый
[σοταβυϊ] επ μέλι κηρήθρας -
19 акриды
-ид πλθ.οι ακρίδες•питаться акридами и диким медом τρέφομαι με ακρίδες και με μέλι άγριων μελισσών, ζω λιτώς (από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή),
-
20 взяток
-тка α.το μέλι της μέλισσας μιας εξόδου ή μιας περιόδου, παρσιά, πάρσιμο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέλι — honey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μέλι — το ιού 1. η γλυκιά ρευστή ύλη που παράγουν οι μέλισσες. 2. (συνεκδοχ.), πολύ γλυκός: Τα σταφύλια ήταν μέλι. 3. μτφ., πολύ ευχάριστος: Τα φιλιά σου είναι μέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μήτε μέλι, μήτε μελίσσας. — См. Не раздавивши пчел, меду не съешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μελώνω — [μέλι] 1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα») 2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση τού μελιού 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, η, ο α) γεμάτος μέλι β) γλυκός σαν το μέλι … Dictionary of Greek
μελίτοιν — μέλι honey neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίτων — μέλι honey neut gen pl μελιτόομαι imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μελιτόομαι imperf ind act 1st sg (doric aeolic) μελιτόω to be sweetened with honey imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μελιτόω to be sweetened with honey imperf ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισι — μέλι honey neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτα — μέλι honey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτε — μέλι honey neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιτι — μέλι honey neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)