μάλλον
1μᾶλλον — very indeclform (adverb) …
2μάλλον — (AM μᾱλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον) επίρρ. 1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.) 2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.) …
3μάλλον — επίρρ. ποσοτ.,1. περισσότερο, προτιμότερο, καλύτερο: Θα ήθελα μάλλον να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο. 2. με το διαζευκτικό ή έχει επανορθωτική έννοια: Έλα, ή μάλλον τηλεφώνησε. 3. πιθανόν: Το Πάσχα θα το περάσουμε μάλλον στην Κρήτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Μαλλόν — Μαλλός flock of wool masc acc sg …
5μαλλόν — μαλλός flock of wool masc acc sg …
6Μᾶλλον ἀδικεῖσθαι ἢ ἀδικεῖν. — См. Лучше в обиде быть, нежели в обидчиках …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. См. Если хочешь мира, готовься к войне …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. См. Хочешь покою, готовься к бою …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. — πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. См. Всякий сам себе ближе …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Ὅσῳ ταράττεις τήν κόπρον, τοσούτῳ μάλλον ὄξει. — ὅσῳ ταράττεις τήν κόπρον, τοσούτῳ μάλλον ὄξει. См. Не тронь, так и не воняет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)