κᾰπηλεία
1καπηλεία — καπηλείᾱ , καπηλεία retail trade fem nom/voc/acc dual καπηλείᾱ , καπηλεία retail trade fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2καπηλείᾳ — καπηλείᾱͅ , καπηλεία retail trade fem dat sg (attic doric aeolic) …
3καπηλεία — η (Α καπηλεία) [καπηλεύω] το κέρδος που αποκομίζεται με δόλια και ταπεινά μέσα νεοελλ. 1. η αισχροκέρδεια στο εμπόριο 2. η εκμετάλλευση ιδεωδών ή θεσμών για ιδιοτελείς σκοπούς («η καπηλεία τής πατρίδας, τής θρησκείας, τής δημοκρατίας» κ.λπ.) αρχ …
4καπηλεία — η αθέμιτη εκμετάλλευση ευγενούς ιδεώδους ή υπόθεσης: Αυτό που κάνει αποτελεί καπηλεία της επιστήμης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5καπηλεῖα — καπηλεῖον shop of a neut nom/voc/acc pl …
6καπηλείας — καπηλείᾱς , καπηλεία retail trade fem acc pl καπηλείᾱς , καπηλεία retail trade fem gen sg (attic doric aeolic) …
7καπηλείαν — καπηλείᾱν , καπηλεία retail trade fem acc sg (attic doric aeolic) …
8καπηλεῖαι — καπηλεία retail trade fem nom/voc pl …
9καπηλείαις — καπηλεία retail trade fem dat pl …
10ТОРГОВЛЯ — • Mercatūra, ε̉μπορία (см. Έμπορος, Торговец), оптовая Т. имела вообще в древности соответствующее значение и считалась почетным занятием, между тем как мелкая Т., καπηλεία, caupona, вследствие связанных с ней обманов и плутовства, а… …