κύπρις
1Κύπρις — a Venus fem nom sg …
2κύπρις — (Cypris). Γένος οστρακωδών της οικογένειας των κυπριδών, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν κεραίες που καταλήγουν σε θύσανο νηματοειδών αποφύσεων, έξι πόδια και σώμα μήκους 0,5 3 χιλιοστών,… …
3Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Киприда — (Κυπρίς или Κυπρία) прозвище Афродиты, называемой так по острову Кипру, который считался ее любимым местопребыванием. Здесь, преимущественно в городах Пафе и Амафунте и на горе Идалии, особенно процветал культ Афродиты …
5Κύπρι — Κύπρις a Venus fem voc sg …
6Κύπριδα — Κύπρις a Venus fem acc sg …
7Κύπριδας — Κύπρις a Venus fem acc pl …
8Κύπριδι — Κύπρις a Venus fem dat sg …
9Κύπριδος — Κύπρις a Venus fem gen sg …
10Κύπριν — Κύπρις a Venus fem acc sg …