κήρυγμα
1Κήρυγμα — (kerygma) (греч.) извещение, проповедь, керигма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …
2κήρυγμα — that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg …
3κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… …
4κήρυγμα — το, ατος θρησκευτικός λόγος στους ναούς, διδασκαλία, προτροπή: Ο ιεροκήρυκας σήμερα έκανε ένα ενδιαφέρον κήρυγμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κήρυγμ' — κήρυγμα , κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg …
6κηρυγμάτων — κήρυγμα that which is cried by a herald neut gen pl …
7κηρύγμασι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl …
8κηρύγμασιν — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl …
9κηρύγματα — κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc pl …
10κηρύγματι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat sg …