Κήρυγμα
Смотреть что такое "Κήρυγμα" в других словарях:
κήρυγμα — that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… … Dictionary of Greek
κήρυγμα — το, ατος θρησκευτικός λόγος στους ναούς, διδασκαλία, προτροπή: Ο ιεροκήρυκας σήμερα έκανε ένα ενδιαφέρον κήρυγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήρυγμ' — κήρυγμα , κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυγμάτων — κήρυγμα that which is cried by a herald neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγμασι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγμασιν — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγματα — κήρυγμα that which is cried by a herald neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγματι — κήρυγμα that which is cried by a herald neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύγματος — κήρυγμα that which is cried by a herald neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)