καὶ σύ τοι
11μήτοι — και μή τοι (Α) 1. ισχυρότερος τύπος τού μη 2. φρ. μήτοι γε τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.) …
12все можно, только осторожно — Ср. Осторожа (дороже) лучше воро/жи Ср. Тисни, тисни! есть возможность А потом дрожи суда!.. Осторожность, осторожность, Осторожность, господа! Некрасов. Песни о свободном слове. Осторожность. Ср. Осторожность мать безопасности. Гр. П.И. Панин.… …
13Все можно, только осторожно — Все можно, только осторожно. Ср. Осторожа (дороже) лучше ворожи. Ср. Тисни, тисни! есть возможность А потомъ дрожи суда!... Осторожность, осторожность, Осторожность, господа! Некрасовъ. Пѣсни о свободномъ словѣ. Осторожность. Ср. Осторожность… …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
14ούτοι — οὔτοι και οὔ τοι (Α) επίρρ. 1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.) 2. (με το πότε) όντως ουδέποτε («ούτοι ποθ ουχθρούς, ουδ όταν θάνῃ», Σοφ.) …
15κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …
16κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …
17εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …
18στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …
19λαγόνα — και λαγών, η (Α λαγών, όνος, ἡ και ὁ) συν. στον πληθ. οι λαγόνες τα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ ἄριστον», Αριστοφ.) αρχ. 1. μήτρα 2.… …
20φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …