καθάρσιος
21Καθάρσιοι — Καθάρσιος cleansing masc nom/voc pl …
22καθάρσιοι — καθάρσιος cleansing masc/fem nom/voc pl …
23Καθάρσιον — Καθάρσιος cleansing masc acc sg …
24καθάρσι' — καθάρσιι , κάθαρσις cleansing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) καθάρσιε , κάθαρσις cleansing fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) καθάρσια , καθάρσιος cleansing neut nom/voc/acc pl καθάρσιε , καθάρσιος cleansing masc/fem voc sg …
25ОЧИЩЕНИЕ — • Lustratio. У греков и римлян важную часть религиозного обряда составляли очищения, καθαρμοί, α̉γνισμοί, ι̉λασμοί, τελεταί, piacula, piamenta, cerimoniae, lustrationes. Эти очищения имели основанием своим сознание вины и внутренней… …
26ЗЕВС — • Ζεύς, Iupiter, сын Кроноса и Реи (Hesiod. theog. 453), отсюда Κρονίων, Κρονίδης, Saturnius; брат Посейдона, Гадеса, Гестии, Деметры и Геры, муж Геры, могущественнейший и высочайший из богов греческого народа, державный властитель… …
27Catharsivs — CATHARSIVS, i, Gr. Καθάρσιος, ου, ein Beynamen des Jupiters, welcher seinen Altar zu Olympia hatte, und übrigens so viel, als ein Aussöhner heißt. Pausan. Eliac. prior. c. 14. p. 314. & Gyrald. Synt. II. p. 94 …
28JUPITER — Opis et Saturni fil. in Creta ins. eodem cum Iunone partu editus, et in Ida monte a Curetibus educatus, idque clam patre, qui ex pactione cum Titano fratre initâ, filios suos omnes devorabat. Cum autem in virum adolevisser, cognovislerque etiam… …
29κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …
30καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… …