θεὸς π
1θεός — God masc nom sg …
2θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …
3θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Θέος, Δήμος — (Καρδίτσα 1935 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του είναι ο υπερτονισμός της αισθητικής πλευράς της τέχνης, που ορισμένες φορές… …
5Ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… …
10Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)