εὔλογον
1εὔλογον — εὔλογος reasonable masc/fem acc sg εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc sg …
2εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …
3АРКЕСИЛАЙ — (Arkesilaus) (315 241 до н.э.) греч. философ, основатель Средней (скептической) Академии платоновской. Ученик Теофраста, затем Крантора. Продолжая традицию древнеакадемической диалектики, довел до совершенства практику составления «равносильных»… …
4СКЕПТИЦИЗМ — (от греч. skeptikos рассматривающий, исследующий) филос. направление, подвергающее сомнению возможность познания реальности или какого то ее фрагмента. С. может касаться границ знания и утверждать, что никакое знание вообще или никакое абсолютное …
5АРКЕСИЛАЙ — АРКЕСИЛАЙ (Ἀρκεσίλαος) (315 до н. э., Питана в Эолии 241 до н. э., Афины), греческий философ, основатель и схоларх (с 270) Новой, или Средней (скептической), Академии. Ученик Теофраста, затем Крантора и Полемона (D. L. IV 29). Продолжая… …
6AUTOCHIRES — Graece Αὐτόχειρες, aliter Αὐτοφόροι, i. e. Suicide, qui ipsi sibi mortem consciscunt, apud Hebraeos, soli sepulturae honore caruerunt, uti Iosephus docet de Bell. Iud. l. 3. c. 25. Nec id mirum, cum in hos aliud supplicium constitui non possit,… …
7SENATORES — I. SENATORES apud Matthaeum Paris. A. C. 1237. Creatus est (Fridericô II. Imperante, procurante) alter Senator Romae, ut, duorum Senatorum prudentiâ et fortitudine duplicatâ, Romanorum insolentia comprimeretur etc. haud paulo diversi a prioribus …
8δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …
9κρείττωσις — κρείττωσις, ἡ (Α) [κρειττούμαι] νόσος τής αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω τής οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον… …
10συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …
- 1
- 2