δὲ λαοί

  • 41глас народа, глас Божий — (народа, а не толпы) Ср. Глас народа говорит пословица глас Божий. Во всякой сплетне есть всегда тень правды. Писемский. Тысяча душ. 2, 6. Ср. Volkesstimme ist Gottes Stimme. Ср. Gehorche Der Stimme des Volks, sie ist die Stimme Gottes. Слушайся… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 42Глас народа, глас Божий — Гласъ народа, гласъ Божій (народа, а не толпы). Ср. Гласъ народа говоритъ пословица гласъ Божій. Во всякой сплетнѣ есть всегда тѣнь правды. Писемскій. Тысяча душъ. 2, 6. Ср. Volkesstimme ist Gottes Stimme. Ср. Gehorche Der Stimme des Volks, sie… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 43Αθωίς — Ονομασία της χερσονήσου του Άθω από τον Θουκυδίδη. Ο ίδιος αναφέρει πως στην περιοχή κατοικούσαν δίγλωσσοι βαρβαρικοί λαοί, δηλαδή λαοί που, εκτός από τη δική τους γλώσσα, ήξεραν και την ελληνική. Οι πόλεις της Α. ήταν σύμμαχοι των Αθηνών στον… …

    Dictionary of Greek

  • 44Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …

    Dictionary of Greek

  • 45έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 46αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …

    Dictionary of Greek

  • 47ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …

    Dictionary of Greek

  • 48επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 49ζωολατρία — Θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στη θεοποίηση των ζώων και στην απόδοση λατρείας σε αυτά, που οφείλεται είτε στην εξαιρετική τους δύναμη είτε στην υπεροχή τους ως προς κάποια ιδιότητα έναντι του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας διακρίνει …

    Dictionary of Greek

  • 50ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως …

    Dictionary of Greek