γνοίης
1γνοίης — γιγνώσκω come to know aor opt act 2nd sg …
2Ἵνα γνοίης ἀποτίνων… — См. Своей бедой всяк себе ума купит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
3своей бедой всяк себе ума купит — Ср. Беда ума прикупит. Ты не кручинься, как нибудь поправим. Островский. Воевода. 1, 1, 7. Ср. Ах всяк своей бедой ума себе прикупит: Впредь утро похвалю, как вечер уж наступит. И.И. Дмитриев. Чижик и Зяблица. Ср. Narren werden durch Schaden klug …
4Своей бедой всяк себе ума купит — Своей бѣдой всякъ себѣ ума купитъ. Ср. Бѣда ума прикупитъ. Ты не кручинься, какъ нибудь поправимъ. Островскій. Воевода. 1, 1, 7. Ср. Ахъ всякъ своей бѣдой ума себѣ прикупитъ: Впредь утро похвалю, какъ вечеръ ужъ наступитъ. И. И. Дмитріевъ. Чижикъ …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …
6αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …
7γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …
8καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …
9πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… …
10ἀγνοίης — ἄγνοια want of perception fem gen sg (epic ionic) ἄγνοια want of perception fem gen sg (epic ionic) ἀγνέω pres opt act 2nd sg ἀ̱γνοίης , ἀγνοέω not to perceive imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγνοέω not to perceive imperf ind act 2nd sg …