βοῇ

  • 11θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …

    Dictionary of Greek

  • 12καταβοή — η (AM καταβοή) η εκδήλωση δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η επίκριση (α. «η καταβοή τού λαού» β. «αἰσθόμενοι δὲ καταβοήν οὐκ ὀλίγην οὖσαν ἡμῶν παρήλθομεν», Θουκ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοή (< βοή «κραυγή»), πρβλ. αντ εμ βοή,… …

    Dictionary of Greek

  • 13ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος …

    Dictionary of Greek

  • 14глас народа, глас Божий — (народа, а не толпы) Ср. Глас народа говорит пословица глас Божий. Во всякой сплетне есть всегда тень правды. Писемский. Тысяча душ. 2, 6. Ср. Volkesstimme ist Gottes Stimme. Ср. Gehorche Der Stimme des Volks, sie ist die Stimme Gottes. Слушайся… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 15Глас народа, глас Божий — Гласъ народа, гласъ Божій (народа, а не толпы). Ср. Гласъ народа говоритъ пословица гласъ Божій. Во всякой сплетнѣ есть всегда тѣнь правды. Писемскій. Тысяча душъ. 2, 6. Ср. Volkesstimme ist Gottes Stimme. Ср. Gehorche Der Stimme des Volks, sie… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 16-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …

    Dictionary of Greek

  • 17αδεισιβόας — ἀδεισιβόας, ο (Α) αυτός που δεν φοβάται τη βοή, άφοβος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θ. δεισ (ἔδεισα, δείσομαι) τού δείδω (= φοβούμαι) + βοή] …

    Dictionary of Greek

  • 18αλαλητός — ο (Α ἀλαλητὸς) [ἀλαλά] δυνατός θόρυβος, βοή αρχ. 1. κραυγή στρατιωτών, πολεμική ιαχή, αλαλαγμός 2. ισχυρός θόρυβος, βοή, κρότος οργάνων 3. κραυγή πόνου, θρήνος …

    Dictionary of Greek

  • 19βοερός — ή, ό [βοή] γεμάτος βοή, θορυβώδης …

    Dictionary of Greek

  • 20βουερός — ή, ό [βουή] 1. αυτός που παράγει βοή («το βουερό ακρογιάλι») 2. ο γεμάτος βοή («στου καφενείου του βουερού το μέσα μέρος») …

    Dictionary of Greek