βλασφημία
1βλασφημία — βλασφημίᾱ , βλασφημία word of evil omen fem nom/voc/acc dual βλασφημίᾱ , βλασφημία word of evil omen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2βλασφημίᾳ — βλασφημίαι , βλασφημία word of evil omen fem nom/voc pl βλασφημίᾱͅ , βλασφημία word of evil omen fem dat sg (attic doric aeolic) …
3βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το …
4βλασφημία — η βλ. βλαστήμια, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5βλασφημίας — βλασφημίᾱς , βλασφημία word of evil omen fem acc pl βλασφημίᾱς , βλασφημία word of evil omen fem gen sg (attic doric aeolic) …
6βλασφημίαι — βλασφημία word of evil omen fem nom/voc pl βλασφημίᾱͅ , βλασφημία word of evil omen fem dat sg (attic doric aeolic) …
7βλασφημίαν — βλασφημίᾱν , βλασφημία word of evil omen fem acc sg (attic doric aeolic) …
8Богохуление — (βλασφημια, blasphemia) непочтение к Богу, выражаемое дерзкими словами или какими нибудь поступками. Оно как особенно тяжкое преступление, по Закону Моисееву, подлежало для природного еврея и для чужеземца смертной казни, которая совершалась… …
9βλασφημιῶν — βλασφημία word of evil omen fem gen pl …
10βλασφημίαις — βλασφημία word of evil omen fem dat pl …