αὐτονομίᾳ

  • 41Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 42Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …

    Dictionary of Greek

  • 43Autonom — Die Artikel Selbstbestimmung und Autonomie überschneiden sich thematisch. Hilf mit, die Artikel besser voneinander abzugrenzen oder zu vereinigen. Beteilige dich dazu an der Diskussion über diese Überschneidungen. Bitte entferne diesen Baustein… …

    Deutsch Wikipedia

  • 44Innere Unabhängigkeit — Die Artikel Selbstbestimmung und Autonomie überschneiden sich thematisch. Hilf mit, die Artikel besser voneinander abzugrenzen oder zu vereinigen. Beteilige dich dazu an der Diskussion über diese Überschneidungen. Bitte entferne diesen Baustein… …

    Deutsch Wikipedia

  • 45Teilautonomie — Die Artikel Selbstbestimmung und Autonomie überschneiden sich thematisch. Hilf mit, die Artikel besser voneinander abzugrenzen oder zu vereinigen. Beteilige dich dazu an der Diskussion über diese Überschneidungen. Bitte entferne diesen Baustein… …

    Deutsch Wikipedia

  • 46СВОБОДА ВОЛИ — понятие европейской моральной философии, окончательно оформившееся у И. Канта в значении интеллигибельной способности индивида к моральному самоопределению. В ретроспективном плане (до или посткантовские теории) термин «Св.» можно рассматривать… …

    Философская энциклопедия

  • 47αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …

    Dictionary of Greek

  • 48αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …

    Dictionary of Greek

  • 49βοϊβοντίνα — (Vojvodina). Αυτόνομη περιοχή (21.506 τ. χλμ., 1.946.000 κάτ. το 2000) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της (Νέας) Γιουγκοσλαβίας, Β της Σερβίας. Περιλαμβάνει την κοιλάδα του Δούναβη Ποντουνάβλιε, μέρη της Σιρμίας και της Μπαράνια και τις… …

    Dictionary of Greek

  • 50γάζα — (Ghazzah, αρχ. Άζα). Πόλη (367.388 κάτ. το 1997) στα κατεχόμενα εδάφη της νότιας Παλαιστίνης, χτισμένη σε ύψωμα, σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, όπου βρίσκεται και το λιμάνι της. Αρχαία πόλη των Φιλισταίων, είναι χτισμένη σε θέση κλειδί πάνω… …

    Dictionary of Greek