αμα

  • 51сказано, сделано — Ср. Жена, ты меня знаешь! Ты, Африкан Савич, не беспокойся: у меня сказано сделано. Обещал, так держи слово . Островский. Бедность не порок. Ср. Gesagt, gethan. Ср. Aussitôt dit, aussitôt fait. Ср. Diet sans faict A Dieu déplaict Dict faisant A… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 52Сказано, сделано — Сказано, сдѣлано. Ср. Жена, ты меня знаешь! Ты, Африканъ Савичъ, не безпокойся: у меня сказано сдѣлано. «Обѣщалъ, такъ держи слово». Островскій. Бѣдность не порокъ. Ср. Gesagt, gethan. Ср. Aussitôt dit, aussitôt fait. Ср. Dict sans faict A Dieu… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 53BOEDROMION — qualis apud Athenienses Anni mensis fuerit, vide in Boedromia. Eôdem magna Mysteria celebrari solebant. sicut Anthesterione parva; quae qui acceperat, magnis initiabatur, post annum epopta futurus: simul enim ista fieri non poterant. Nifi quod… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 54THEOPHRASTUS — I. THEOPHRASTUS Archon Athenis, Olymp. 110. An. 1. II. THEOPHRASTUS Philosophus ex Eresso Lesbi oppido sic vocatus ob vocis et eloquentiae suavitatem quasi divinam, quum antea Tyrtamus vocaretur. Strabo, l. 13. Τύρταμος δ᾿ ἐκαλεῖτα πρότερον ὁ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 55VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 56έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 57έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …

    Dictionary of Greek

  • 58αμέ — και αμή και αμά και αμ’ (σύνδ.) (Μ ἀμμή) 1. (αντιθετικά) αλλά, όμως, αλλά όμως, μολαταύτα 2. (προσθετικά, επιτατικά) αλλά και, αλλά ακόμη, επιπροσθέτως 3. (βεβαιωτικά) αλλά βέβαια, και βέβαια 4. (απορηματικά) μήπως, αλλά μήπως 5. (ελλειπτικά)… …

    Dictionary of Greek

  • 59αμαμηλίς — ἁμαμηλίς ( ίδος), η (Α) ἐπιμηλίς*, μουσμουλιά (Mespilus germanica). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού που απαντά και ως ὁμομηλις ή ἐπιμηλίς. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. *ἁμά μηλος < ἅμα + μῆλον] …

    Dictionary of Greek

  • 60ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …

    Dictionary of Greek