έσω

  • 11αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …

    Dictionary of Greek

  • 12въноутрь — (255) нар. и предл. I. Нар. 1. Внутрь; в середину, в пределы: вънѹтрь въ цр҃квь въводити ЖФСт XII, 86; не въведени˫а бо ради вънѹтрь скотѩть. (ἔνδον) КЕ XII, 66а; понеже ѥдиною въшедшю недугѹ внѹтрь. и телеса огньнымь образомь. поѩдающу. КР 1284 …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 13καρωτιδικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρωτίδα 2. φρ. α) «καρωτιδικός σωλήνας» ευρύς οστέινος πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο εισέρχεται η έσω καρωτίδα στο κρανίο β) «καρωτιδικό νεύρο» κλάδος τού άνω αυχενικού συμπαθητικού γαγγλίου …

    Dictionary of Greek

  • 14σκαρπαίος — α, ο, Ν φρ. α) «σκαρπαίο τρίγωνο» ανατ. τριγωνική περιοχή τής πρόσθιας έσω επιφάνειας τού μηρού, μεταξύ βουβωνικού συνδέσμου προς τα επάνω, μακρού προσαγωγού μυός προς τα έσω και ραπτικού μυός προς τα έξω, περιοχή από την οποία διέρχονται η… …

    Dictionary of Greek

  • 15ταρσιαίος — α, ο, Ν 1. ανατ. ταρσαίος 2. φρ. α) «ταρσιαίος σωλήνας» (ανατ. ιατρ.) ο πόρος που σχηματίζεται μεταξύ καθεκτικού συνδέσμου τών καμπτήρων μυών τού άκρου ποδιού και τού έσω σφυρού και από τον οποίο διέρχεται και το έσω πελματιαίο νεύρο β) «σύνδρομο …

    Dictionary of Greek

  • 16Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …

    Dictionary of Greek

  • 17ИОАНН КЛАДА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κλαδᾶς] (2 я пол. XIV нач. XV в.), лампадарий Великой ц. в К поле, визант. мелург, учитель пения. Впервые упоминается в каталоге архиеп. Кирилла Мармаринского (сер. XVIII в.) (БАН. РАИК. № 63. Л. 19 об., рубеж XVIII и XIX вв.).… …

    Православная энциклопедия

  • 18домашнего(своего) вора не убережешься — Ср. D un larron privé ne se peut on gardé. Adages fr. XVI s. Ср. Da ladri di casa è difficile guardarsi. Ср. έσω κλέπτην και έσω πόρνον όπόσα βούλει ενέδρευε. Дома вора и дома прелюбодея сколько хочешь стереги (не поможет) …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 19своего вора не убережешься — домашнего (своего) вора не убережешься Ср. D un larron privé ne se peut on gardé. Adages fr. XVI s. Ср. Da ladri di casa è difficile guardarsi. Ср. έσω κλέπτην και έσω πόρνον όπόσα βούλει ενέδρευε. Дома вора и дома прелюбодея сколько хочешь… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • 20Домашнего вора не убережешься — Домашняго (своего) вора не убережешься. Ср. D’un larron privé ne se peut on gardé. Adages fr. XVI s. Ср. Da ladri di casa è difficile guardarsi. Ср. ἔσω κλέπτην καὶ ἔσω πόρνον ὁπόσα βούλει ἐνέδρευε. Пер. Дома вора и дома прелюбодѣя, сколько… …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)