(-όντος)
1ὄντος — εἰμί sum pres part act masc/neut gen sg …
2Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
3Οὐδὲν γίγνεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. — См. Из ничего один только Бог свет создал …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4παντομέδων — οντος, ὁ, ΜΑ ο εξουσιαστής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μέδων, οντος «άρχων, κύριος»] …
5προόδους — οντος, ο, η, ΝΑ αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀδούς, όντος (πρβλ. μον όδους)] …
6πρωτάρχων — οντος, ὁ, Α ο πρώτος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄρχων, οντος] …
7συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] …
8φιλάρχων — οντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τους άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄρχων, οντος] …
9χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… …
10χλωρόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. γένος μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorodus (< χλωρ[ο] * + οδούς, όντος)] …