(ἄρουραν
1ἄρουραν — ἄρουρα a ro u ra i fem acc sg …
2чужую траву косит, а своя на стебле вянет — Чужую пашню пашет, а своя в залежи. Ср. L en ne doit pas mettre la faux en autruy blé. Prov. Gallic. Manuscr. XV s. Ср. Le Roux; de Lincy. Pr. fr. Ср. Fundum alienum arat, incultum familiarem deserit. Пашню чужую пашет, свою оставляет… …
3Чужую траву косит, а своя на стебле вянет — Чужую траву коситъ, а своя на стеблѣ вянетъ. Чужую пашню пашетъ, а своя въ залежи. Ср. L’en ne doit pas mettre la faux en autruy blé. Prov. Gallic. Manuscr. XV s. Ср. Le Roux de Lincy. Pr. fr. Ср. Fundum alienum arat, incultum familiarem deserit …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4бразда — БРАЗД|А1 (8*), Ы с. Борозда. Образн.: Сн҃е не сѣи на браздахъ неправьды. и не пожьши ихъ седмерицею. (ἐπ’ αὔλακας) Изб 1076, 141; множащи б҃жствьноую пшеницю. бразды напа˫аѥмы˫а ѡ(т) оджени˫а нб҃снаго. СбТр XII/XIII, 111 об.; Нынѣ ратаи слова,… …
5ASAEL — I. ASAEL Latine fecit Deus, Zerviae fil. frater Ioab, Davidis nepos. 2. Sam. c. 2. v. 18. ubi legimus: Eratque Asahel celer pedibus, ut caprear um aliqua quae degit in agro. De quo Iosephus perhibet, quod ἵππον καταςτάντα εἰς ἅμιλλαν praevertetet …
6μελάμβωλος — μελάμβωλος, ον (Α) (για τη γη) 1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος 2. εύφορος («μελάμβωλον κατ ἄρουραν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό βωλος, χρυσό βωλος)] …
7μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …
8ομαλύνω — (Α ὁμαλύνω) καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.) νεοελλ. εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω αρχ. 1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία 2. καθιστώ κάτι κανονικό,… …
9πάτριος — α, ο / πάτριος, ία, ον και πάτριος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί») 2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους… …
10τρίπολος — ον, Α (για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ. β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόλος (< πέλομαι)] …
- 1
- 2