- Μονή
- Μονή
Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983.
.
Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983.
.
μονή — abiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονή — Βλ. λ. μοναστήρι ή μονή. * * * η (ΑΜ μονή) 1. μοναστήρι 2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῡ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ) 3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός» … Dictionary of Greek
μονή — η το μοναστήρι: Στην Κύπρο επισκεφτήκαμε τη μονή του Κύκκου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονῇ — μονάζω to be alone fut ind mid 2nd sg (doric) μονάζω to be alone fut ind act 3rd sg (doric) μονή abiding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μόνη γὰρ ὧν πέπονθεν οὐκ ἔχει χάριν. — Μόνη γὰρ (γαστὴρ) ὧν πέπονθεν οὐκ ἔχει χάριν. См. Брюхо злодей: старого добра не помнит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μόνη — μόνος alone fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνῃ — μόνος alone fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύκκου, μονή — Μονή της Κύπρου. Βρίσκεται στο όρος Τρόοδος, σε υψόμετρο περίπου 1.300 μ. και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 11ου αι. ύστερα από δωρεά του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ο οποίος δώρισε επίσης στη μονή μία εικόνα της Θεοτόκου, από … Dictionary of Greek
Καρακάλλου, μονή — Μονή του Αγίου Όρους. Βλ. λ. Άγιον Όρος … Dictionary of Greek
Κωνσταμονίτου, μονή — Μονή του Αγίου Όρους. Βλ. λ. Άγιον Όρος ή Άθως … Dictionary of Greek