Ενέργεια

Ενέργεια
Ενέργεια
        (energeia) (греч.)акт, активность, деятельность, действительность (ср. ).
        см. Энергия; Энтелехия.

Философский энциклопедический словарь. — М.: Советская энциклопедия. . 1983.


.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Ενέργεια" в других словарях:

  • ἐνεργεία — ἐνεργείᾱ , ἐνέργεια activity fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργείᾳ — ἐνεργείᾱͅ , ἐνέργεια activity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέργεια — activity fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — η 1. δράση, πράξη, λειτουργία που μεταβάλλει κατάσταση, η επίδραση: Η ενέργεια του φαρμάκου. 2. η προσπάθεια για επιτυχία αποτελέσματος: Άκαρπες ενέργειες. 3. εκδήλωση τάσης, διάθεσης: Εχθρική ενέργεια. 4. δύναμη σε ακμή: Ηφαίστειο σε ενέργεια. 5 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνέργειᾳ — ἐνέργειαι , ἐνέργεια activity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενέργεια απολύτου μηδενός — Η ενέργεια που οφείλεται στις ταλαντώσεις που εκτελούν τα άτομα των μορίων ενός υλικού γύρω από τη θέση ισορροπίας, στη θερμοκρασία του απολύτου μηδενός. H εξέταση αυτών των αρμονικών ταλαντωτών (άτομα) έγινε από τον Αϊνστάιν με βάση την κβαντική …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… …   Dictionary of Greek

  • ἐνεργεῖᾳ — ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατομική ενέργεια — Βλ. λ. ενέργεια (πυρηνική ενέργεια) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»