ἐναργείᾳ — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάργεια — clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… … Dictionary of Greek
ενάργεια — η 1. ευκρίνεια, σαφήνεια. 2. καθαρότητα ύφους, ζωηρότητα περιγραφής, δύναμη λόγου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναργείας — ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem acc pl ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργείαι — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργειῶν — ἐνάργεια clearness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργείαις — ἐνάργεια clearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάργειαι — ἐνάργεια clearness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάργειαν — ἐνάργεια clearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)