smicre
1μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …
2smē-, smeī-, sm-ei- — smē , smeī , sm ei English meaning: to smear, rub Deutsche Übersetzung: ‘schmieren, darũberwischen, streichen; darũber hinreiben” Material: Gk. Infin. σμῆν, Aor. σμῆσαι ‘schmieren, abwischen, abrade”, 3. sg. pass. σμῆται,… …