sinemurian

  • 111σινεμούριος — α, ο, Ν φρ. «σινεμούρια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σινεμούριο» γεωλ. κανονική παγκόσμια υποδιαίρεση τού κατώτερου ιουρασικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sinemurian… …

    Dictionary of Greek