sernim
1простереть — простру, итер. простирать, укр. простерти, простирати, ст. слав. прострѣти, простьрѫ τείνειν, ἐκτείνειν (Остром., Клоц.) наряду с простьрѣти (Ягич, AfslPh 1, 43; Вондрак, Aksl. Gr. 535), болг. простра, простирам, сербохорв. про̀стриjети,… …
2στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …
3ster-5, sterǝ- : strē-, steru- : streu- — ster 5, sterǝ : strē , steru : streu English meaning: to widen, to scatter Deutsche Übersetzung: “ausbreiten, ausstreuen” Note: (compare ster “ stare, stiff sein”) Material: A. O.Ind. str̥ṇüti, str̥ṇōti (eig. zur basis… …