scribo
61VICTOR — I. VICTOR Historicus, vide Aurelius Victor. II. VICTOR aliô nomine Claudius, Civilis Batavi e soror nepos, Dux ab aunculo adversus Voculam missus. Tacit. l. 4. Hist. c. 33. III. VICTOR epitheton Iovis, quod omnia vinceret. Huic aedem vovit L.… …
62γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …
63σκαριφώ — σκαριφῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και σκαριφάω Ν 1. χαράζω κάτι επιπόλαια, ξύνω την επιφάνεια σώματος 2. σχεδιάζω, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω 3. κάνω κάτι με επιπολαιότητα ή ραθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα, πιθ., τού καθημερινού λεξιλογίου, το οποίο εμφανίζει την …
64σκρίβας — και σκρείβας, ὁ, Α γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scriba «γραμματέας» (< ρ. scribo «γράφω»)] …
65σκριπτ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν.) (οικον.) προσωρινή απόδειξη που παραδίδεται σε κατόχους πιστωτικών τίτλων έναντι τοκομεριδίων τα οποία έληξαν και τών οποίων η πληρωμή ανεστάλη για λόγους, κυρίως, οικονομικής δυσχέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrip, συντμ. τ …
66σκριπτόριο — το / σκριπτόριον, ΝΜ, και σκριτόριο, Ν (στο Βυζ.) εργαστήριο γραφής, και σε πολλές περιπτώσεις εικονογράφησης, κωδίκων, που ήταν οργανωμένο κυρίως σε ακμαίο μοναστήρι νεοελλ. γραφείο («σκριτόριο χε ολάργυρο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… …
67скрибоман — (лат. scribo, mania лудило) човек што боледува од скрибоманија …
68скрибоманија — (лат. scribo, грч. mania) страст за пишување на литературни дела (обично кај човек што нема ни талент ни образование) …
69script — v. scripto . Trimis de LauraGellner, 04.12.2008. Sursa: DN SCRIPT1 s. n. scenariul unui film, al unei emisiuni. (< engl. script) Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN SCRIPT2(O) elem. scribo . Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa:… …
70scripţie — SCRÍPŢIE elem. scribo . Trimis de raduborza, 15.09.2007. Sursa: MDN …