polydiene

  • 1πολυδιένιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα πολυδιένια (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία τών πολυμερών ενώσεων διενικών μορίων, αρκετά από τα οποία αποτελούν τη βάση ελαστομερών, όπως είναι το πολυβουταδιένιο, το πολυϊσοπρένιο και το φυσικό καουτσούκ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek