pācyate
1πέσσω — και πέττω και πέπτω, Α 1. (για τον ήλιο, τον καιρό και το κλίμα) κάνω τους καρπούς να ωριμάσουν 2. μαγειρεύω, βράζω ή ψήνω 3. μοιράζω μαγειρεμένο φαγητό 4. (για το στομάχι) πέπτω, χωνεύω 5. (για το κρασί) διευκολύνω την πέψη 6. (σχετικά με… …
2pekʷ- (*kʷekʷhō) — pekʷ (*kʷekʷhō) English meaning: to cook Deutsche Übersetzung: “kochen” Grammatical information: participle pekʷ to “cooked, boiled” Material: O.Ind. pácati, Av. pačaiti “kocht, bäckt, brät” (= Lat. coquō, Welsh pobi, Alb.… …