mimāti

  • 1μιμιχμός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ ἵππου φωνή». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei) ] …

    Dictionary of Greek