ludrum
1λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… …
2leu-1, *leu̯ǝ- : lū̆ - — leu 1, *leu̯ǝ : lū̆ English meaning: dirt Deutsche Übersetzung: ‘schmutz, beschmutzen” Material: Gk. λῦμα ‘smut, disgrace, shame”, λύ̄μη, “ vituperation “, λῡμαίνομαι “beschimpfe; schände; richte elendzugrunde”; λύθρον, ος “… …